- ῥίπτουσαι
- ῥί̱πτουσαι , ῥίπτωthrowpres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥιπτοῦσαι — ῥῑπτοῦσαι , ῥίπτω throw pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric) ῥιπτέω pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικαταρριπτώ — ἐπικαταρριπτῶ, έω (Α) ρίχνω κάτω κατόπιν, στη συνέχεια («αἱ γυναῑκες ῥίπτουσαι τὰ παιδία, εἶτα καὶ ἐαυτάς ἐπικατερρίπτουν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταρριπτώ (μτγν. τ. τού καταρρίπτω)] … Dictionary of Greek